- σφαγέα
- σφαγέᾱ , σφαγεύςslayermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαγέας — σφαγέᾱς , σφαγεύς slayer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρώδης — μαγειρώδης, ώδες (Α) [μάγειρος] αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.) … Dictionary of Greek
ρατώνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥεκτῆρα, σφαγέα» … Dictionary of Greek
σφαγέας — ο / σφαγεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που σφάζει, σφάχτης νεοελλ. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση μσν. ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
σφαγιάτικα — τα, Ν η αμοιβή τού σφαγέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. μην ιάτικος)] … Dictionary of Greek
Αλπ Αρσλάν — (1029 – 1072). Δεύτερος σουλτάνος (1059 72) της τουρκικής δυναστείας των Σελτζουκιδών της Περσίας, δισέγγονος του ιδρυτή της Σελτζούκ και ανιψιός του πρώτου σουλτάνου του κράτους, Τογρούλ μπέη. Το πλήρες όνομά του ήταν Μεχμέτ μπιν Νταούτ (ή… … Dictionary of Greek